αρπεδονη

αρπεδονη
    ἁρπεδόνη
    ἥ
    1) шнур, завязка
    

(τοῦ θώρηκος Her.)

    2) петля, аркан Xen., Anth.
    3) тетива Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αρπεδονη" в других словарях:

  • ἁρπεδόνη — cord fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπεδόνῃ — ἁρπεδόνη cord fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρπεδόνη — και να, η (Α ἁρπεδών, όνος και δόνη) νήμα αρχ. 1. σχοινί για παγίδευση ζώων 2. η χορδή του τόξου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνθεση του τ. αρπεδόνη με το αρχ. ινδ. αrpάyαti «τοποθετώ, στερεώνω» δεν είναι ικανοποιητική από σημασιολογικής απόψεως …   Dictionary of Greek

  • ἁρπεδόναι — ἁρπεδόνη cord fem nom/voc pl ἁρπεδόνᾱͅ , ἁρπεδόνη cord fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπεδόναις — ἁρπεδόνη cord fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπεδόνην — ἁρπεδόνη cord fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπεδόνης — ἁρπεδόνη cord fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπεδόνα — ἁρπεδόνᾱ , ἁρπεδόνη cord fem nom/voc/acc dual ἁρπεδόνᾱ , ἁρπεδόνη cord fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπεδόνας — ἁρπεδόνᾱς , ἁρπεδόνη cord fem acc pl ἁρπεδόνᾱς , ἁρπεδόνη cord fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόνοι — Α (κατά τον Ησύχ.) «στύππιοι, στήμων, ἁρπεδόνη, ἄτρακτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < τρόνα, τα, με αλλαγή γένους, κατά τα αρσ.] …   Dictionary of Greek

  • τρώα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἁρπεδόνη» …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»